- ῥητίνης
- ῥητίνηresin of the pinefem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
ρητίνωση — η, Ν 1. η προσθήκη ρητίνης, ιδίως σε οίνο 2. (φυτοπαθολ.) αφθονότερη από τη φυσιολογική έκκριση ρητίνης στα κωνοφόρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρητινώνω (πρβλ. αγγλ. resinosis < λατ. resina «ρητίνη»] … Dictionary of Greek
CYPERUM seu CYPIRUM — vetustioribus Graecis κύπειρον, recentioribus κύπερον, iunci species odorata est, cuius radix Curcuma vel Curcuba, quam vocem vide. Inter genera, quibus Cyphi suffimentum Aegyptium, conficiebatur, memoratur quoque Plutarcho, de Iside et Osir.… … Hofmann J. Lexicon universale
έλκωμα — το (AM ἕλκωμα) νεοελλ. τραύμα που έγινε έλκος αρχ. μσν. 1. πληγή 2. τμήμα τού κορμού δέντρου χαραγμένο για συγκέντρωση ρητίνης … Dictionary of Greek
κάπνιον — κάπνιον, τὸ (Μ) [καπνός] είδος ελαιώδους ρητίνης τών δένδρων … Dictionary of Greek
καναβίνη — η χημ. ονομασία τής ρητίνης τών φυτών τής κάν(ν)αβης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cannabin < cannab (πρβλ. κάν(ν)αβις) + κατάλ. ine] … Dictionary of Greek
κολοφώνιο — Διαφανής ρητινώδης ουσία με χρώμα από ανοιχτό κίτρινο έως σκούρο κόκκινο, που λαμβάνεται με τη μορφή στερεού υπολείμματος κατά την απόσταξη της ρητίνης διαφόρων κωνοφόρων δέντρων και ιδιαίτερα του πεύκου. Το κ. περιέχει περισσότερο από 90%… … Dictionary of Greek
κολοφώνιος — α, ον (AM κολοφώνιος, ία, ιον, Α και κολοφώνειος, εία, ειον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αρχαία πόλη Κολοφώνα 2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Κολοφώνιος, η Κολοφωνία ο ή η κάτοικος τής πόλης αυτής («ἐκτήσαντο δὲ ποτε καὶ ναυτικὴν… … Dictionary of Greek
κομμεορρητίνη — η χημ. φυσικό μίγμα κόμμεος και ρητίνης που παράγεται με εξίδρωση φυσική ή τεχνητή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμι, εως + ρητίνη. Η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. gomme resine] … Dictionary of Greek
κρεολίνη — Μείγμα που παρασκευάζεται κατά τη θέρμανση του σάπωνος της ρητίνης με σχετική ποσότητα ακατέργαστης κρεσόλης, προερχόμενης από την απόσταξη της λιθανθρακόπισσας. Η κ. είναι ερυθροφαιό υγρό με ερεθιστική γεύση και χαρακτηριστική οσμή, που θυμίζει… … Dictionary of Greek